Το Θυμιατό του Λύκου

26.0078.00

Ο Βαλτρίδες, μάγισσες και ακόλουθες της Βαλιντέ ήταν γυναίκες με επιθετική – κατακτητική συμπεριφορά. Η καταγωγή των Βαλτριδών από γεννήσεως γης ήταν από την άκρη του κόσμου, Κίνα και Ινδονησία. Γι’ αυτό και οι θεότητες που προσκυνούσαν ήσαν βουδιστικές. Τίποτα δεν σταμάταγε τις Βαλτρίδες, αν κάποιος εχθρός στεκόταν εμπόδιο στο διάβα τους και στους σκοπούς τους, ή αν κάτι τις ενοχλούσε στο διάβα τους. Και είχαν για σύμβολά τους τη φωτιά και τη μαύρη λάβα. Ανάμεσα στα βαλτριδικά μαγικά όπλα, κυρίαρχο ήταν το βαλτριδικό δόρυ.
   Σύμφωνα με τις διηγήσεις το δόρυ ήταν λαξευμένο με αιχμές σε ένα μαύρο πέτρωμα, που αποκαλούσαν «πέτρα κεραυνού» (πιθανότατα οψιδιανό). Αυτό το δόρυ είχε κάθε Βαλτρίδα που το χρησιμοποιούσε για να εξουδετερώνει τους εχθρούς της.
   Για να κατακεραυνώσει έναν εχθρό προκειμένου να μην της σταθεί εμπόδιο στο διάβα της, η Βαλτρίδα έπαιρνε το δόρυ στη χάση της σελήνης, και το περνούσε σε μαύρο νήμα. Επάνω του έγραφε το όνομα του ανθρώπου που ήθελε να μην της προκαλέσει εμπόδιο κακό ή πόνο και το έθετε ανάθημα στη θεότητα του βωμού. Η θεότητα, ήταν εκείνη που αναλάμβανε την έκβαση της τύχης της και την προστάτευε από αυτό το συγκεκριμένο άτομο. Πάνω στον βωμό του θεού της, έγραφε μέσα σε χαρτί το όνομα.

   «Ανεμοι και Θεοί, σεις που στον κόσμο καταιγίδες σπέρνετε και μαύρες ώρες σκορπάτε με δυστυχία, βάλετε το δόρυ μου στον εχθρό μου…(όνομα και γένος) να μην μπορεί να πει κακό, να μην μπορεί να κάνει κακό σε μένα την …(έλεγαν εδώ το όνομα τους και τη γενιά τους). Κι ότι κακό υπάρχει, κι ότι κακό έχει θελήσει να πάθω, το δόρυ τούτο πίσω θα του αποστείλει τις αρές του. Με τη δυστυχία του να ασχοληθεί και στο διάβα μου εμπόδιο πλέον να μην είναι».

   Έκαιγαν τότε πάνω στον βωμό, το γραμμένο όνομα και πάνω στα καψίδια ακουμπούσαν το δόρυ τους. Πάνω του τοποθετούσαν τα αγκάθια του βάτου. Το θυμιατό αναβόταν κάθε βράδυ της χάσης της σελήνης μετά τις 7 σε μονή ώρα και ένα θυμίαμα θύμιζε στη θεότητα την υπόσχεσή της να προστατέχει την Βαλτρίδα από τον εχθρό της. Σε ένα ποίημα των Ατταρτίνων, αναφέρεται ότι οι Βαλτρίδες ότι έσφαζαν ένα ζώο και με το αίμα του έγραφαν πάνω στο δόρυ το όνομα του εχθρού τους.
   Αβανες χιλιάδες πέρασαν τους ποταμούς και μύριζε η γη καμένη… …Σάρκες που άκλαφτες κείτονταν δίπλα σε βλαστάρια που άρχιζαν να ανθίζουν. Από το αίμα των νεκρών, οι Βαλτρίδες έγραφαν στα δόρυτά τους τα όνοματά μας. Κι όταν οι νεκροί τελείωσαν και στέρεψε η γη, τότε έσφαζαν τα ζωντανά του Θεού για να γράφουν με τα βαταγκάθια το όνομά μας πάνω στα δόρυτα. «Αιζβίν» «Λιονταρέ» «Καλλιρόε» «Καλλινίκη» «Τρώσσα» «Ατταρέ». Νεκρές είναι τώρα αυτές οι Ατταρτίνες.

Εκκαθάριση
Κωδικός προϊόντος: Μ/Δ Κατηγορία:

Περιγραφή

Ο Βαλτρίδες, μάγισσες και ακόλουθες της Βαλιντέ ήταν γυναίκες με επιθετική – κατακτητική συμπεριφορά. Η καταγωγή των Βαλτριδών από γεννήσεως γης ήταν από την άκρη του κόσμου, Κίνα και Ινδονησία. Γι’ αυτό και οι θεότητες που προσκυνούσαν ήσαν βουδιστικές. Τίποτα δεν σταμάταγε τις Βαλτρίδες, αν κάποιος εχθρός στεκόταν εμπόδιο στο διάβα τους και στους σκοπούς τους, ή αν κάτι τις ενοχλούσε στο διάβα τους. Και είχαν για σύμβολά τους τη φωτιά και τη μαύρη λάβα. Ανάμεσα στα βαλτριδικά μαγικά όπλα, κυρίαρχο ήταν το βαλτριδικό δόρυ.
   Σύμφωνα με τις διηγήσεις το δόρυ ήταν λαξευμένο με αιχμές σε ένα μαύρο πέτρωμα, που αποκαλούσαν «πέτρα κεραυνού» (πιθανότατα οψιδιανό). Αυτό το δόρυ είχε κάθε Βαλτρίδα που το χρησιμοποιούσε για να εξουδετερώνει τους εχθρούς της.
   Για να κατακεραυνώσει έναν εχθρό προκειμένου να μην της σταθεί εμπόδιο στο διάβα της, η Βαλτρίδα έπαιρνε το δόρυ στη χάση της σελήνης, και το περνούσε σε μαύρο νήμα. Επάνω του έγραφε το όνομα του ανθρώπου που ήθελε να μην της προκαλέσει εμπόδιο κακό ή πόνο και το έθετε ανάθημα στη θεότητα του βωμού. Η θεότητα, ήταν εκείνη που αναλάμβανε την έκβαση της τύχης της και την προστάτευε από αυτό το συγκεκριμένο άτομο. Πάνω στον βωμό του θεού της, έγραφε μέσα σε χαρτί το όνομα.

   «Ανεμοι και Θεοί, σεις που στον κόσμο καταιγίδες σπέρνετε και μαύρες ώρες σκορπάτε με δυστυχία, βάλετε το δόρυ μου στον εχθρό μου…(όνομα και γένος) να μην μπορεί να πει κακό, να μην μπορεί να κάνει κακό σε μένα την …(έλεγαν εδώ το όνομα τους και τη γενιά τους). Κι ότι κακό υπάρχει, κι ότι κακό έχει θελήσει να πάθω, το δόρυ τούτο πίσω θα του αποστείλει τις αρές του. Με τη δυστυχία του να ασχοληθεί και στο διάβα μου εμπόδιο πλέον να μην είναι».

   Έκαιγαν τότε πάνω στον βωμό, το γραμμένο όνομα και πάνω στα καψίδια ακουμπούσαν το δόρυ τους. Πάνω του τοποθετούσαν τα αγκάθια του βάτου. Το θυμιατό αναβόταν κάθε βράδυ της χάσης της σελήνης μετά τις 7 σε μονή ώρα και ένα θυμίαμα θύμιζε στη θεότητα την υπόσχεσή της να προστατέχει την Βαλτρίδα από τον εχθρό της. Σε ένα ποίημα των Ατταρτίνων, αναφέρεται ότι οι Βαλτρίδες ότι έσφαζαν ένα ζώο και με το αίμα του έγραφαν πάνω στο δόρυ το όνομα του εχθρού τους.
   Αβανες χιλιάδες πέρασαν τους ποταμούς και μύριζε η γη καμένη… …Σάρκες που άκλαφτες κείτονταν δίπλα σε βλαστάρια που άρχιζαν να ανθίζουν. Από το αίμα των νεκρών, οι Βαλτρίδες έγραφαν στα δόρυτά τους τα όνοματά μας. Κι όταν οι νεκροί τελείωσαν και στέρεψε η γη, τότε έσφαζαν τα ζωντανά του Θεού για να γράφουν με τα βαταγκάθια το όνομά μας πάνω στα δόρυτα. «Αιζβίν» «Λιονταρέ» «Καλλιρόε» «Καλλινίκη» «Τρώσσα» «Ατταρέ». Νεκρές είναι τώρα αυτές οι Ατταρτίνες.