Η μαντική των μαγισσών
Σμύρνη, νύχτα της 23ης Ιουλίου 1894
«Τι θέλεις να μάθεις;» η Σελάνα γύρισε στην Κατίνα.
«Αύριο το πρωί, η θεία μου η Φούλα κι η ξαδέλφη μου η Δέσποινα, με γύρεψαν να πάμε στο Κοκαργιαλί, στις εξοχές. Κει, στο μπροστινό σπίτι, το καλό, θα περάσουν το θέρος ένας νέος Σμυρνιός κι η φαμίλια του. Ο Σπύρος ο Σερμπέτογλου! Τον έχεις ακουστά; Η θεία Φούλα τον έχει βάλει στο μάτι για τη Δέσποινα. Τον θέλει για γαμπρό. Αλλά η μάνα μου λέει, μακάρι να τον είχαμε μεις. Και νέος κι όμορφος και με παράδες και κιμπάρης. Όλη η Σμύρνη έχει να λέει! Κυράδες θα γινόμαστε κι όλες θα μας ζουλεύανε… ε;» την κοίταξε ερευνητικά.
Η Σελάνα πήρε το χέρι της Κατίνας και το ακούμπησε πάνω στην Deste.
«Εσύ κυρά της μνήμης και της βουλής. Εσύ το φως του σκοταδιού. Εσύ βασίλισσα των ψυχών. Δώσε δύναμη αερικού σ’ αυτό το κορίτσι να κάνει το ταξίδι του. Φώτισέ το να δει τα μελλούμενά του».
Οι κάρτες άρχισαν ν’ ανοίγουν πάνω στο σοφά. Πάνω αριστερά εμφανίστηκε ο δρόμος όρθιος, μακρύς και ανοιχτός και δίπλα του ορθή η καρδιά λαμπερή και φωτισμένη.
«Καλόμοιρο το μονοπάτι που σου ορίζει η μοίρα. Θα πας εκεί που λες και θα γνωρίσεις αυτόν που θες. Η καρδιά σου είναι έτοιμη να του δοθεί. Και θα του δοθεί».
Πάνω από την καρδιά, εμφανίστηκε ο Sunit και στο κεφάλι του τ’ αστέρια.
«Για να τον κερδίσεις αυτόν, θα περάσεις δυσκολίες. Πολλές. Σε βλέπω να τον ξεμοναχιάζεις. Να βάζεις μπρος τη Xανούμ του ρουμπινιού, το σώμα σου, τα κάλλη σου για να τον σαγηνεύσεις… Ο Turan! O Turan αναποδογυρίζει. Δεσίματα θα κάνεις. Μετά έρχονται κι άλλες δυσκολίες. Αυτός αγαπά μια. Κόρη σαχτέκας. Δεμένος είναι κι από κει. Τα δεσίματα όμως αυτά δεν είναι ισχυρά. Φιαγμένα από χέρι ανίδεο, εύκολα θα τα εξολοθρεύσεις. Κι άλλες δυσκολίες! Η Σουλτάνα του έβενου θέλει να μπει εμπόδιο στο γάμο. Η μάνα του. Δε θα τα καταφέρει. Το φως της τζαν σου δίνει βοήθεια».
Στο σοφά εμφανίστηκε η Urmiaa.
«Αλλά η νίκη είναι δική σου. Η Σουλτάνα του ρουμπινιού και η βέρα πέφτουν εδώ… Ο νέος σου σύντροφος φέρνει τα δώρα της σιγουριάς και της σταθερότητας. Μαζί του θα ζήσεις καλά. Να! Η άγκυρα είναι όρθια. Για φεγγάρια γεμάτα σε περιμένει νέο σπιτικό, πλούσιο και ευτυχισμένο με αγαθά ουράνια και επίγεια… μέχρι που…”
Η Σελάνα ρίγησε ξαφνικά. Ο σταυρός και το μετζάρ έκλεισαν την τελευταία σειρά. Εδειχνε αναστατωμένη, κι η Κατίνα την κοίταξε με περιέργεια.
«Γιέτερ πότνια». Το χέρι της Αττάρτης σταμάτησε τη Σελάνα.
Aίγινα, 24 Aυγούστου 1965
«Τι θέλεις να μάθεις, Ελένη;» η Σελάνα γύρισε προς τη μαμά.
Η μαμά τα ’χασε.